- εκτόνωση
- Η αύξηση του όγκου ενός αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στη μείωση της πίεσής του. Το έργο W που παράγει ένα αέριο στο περιβάλλον του, όταν εκτονώνεται, είναι:W =pdV, όπου p η πίεση που επιφέρεται πάνω ή από το αέριο και dV η διαφορική μεταβολή του όγκου του. Αν η πίεση παραμένει σταθερή και ο όγκος μεταβάλλεται από Vα σε Vβ, τότε: W = p(Vβ – Vα). Η μεταβολή αυτή που γίνεται με σταθερή πίεση λέγεται ισοβαρής μεταβολή. Για παράδειγμα, στον λέβητα μίας ατμομηχανής το νερό θερμαίνεται έως το σημείο του βρασμού του, μετά εξαερώνεται, ο ατμός υπερθερμαίνεται και όλες οι διαδικασίες γίνονται με σταθερή πίεση. Αν μία διεργασία γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να παραμένει σταθερή η θερμοκρασία, λέγεται ισοθερμική. Για παράδειγμα, ένα αέριο σε ένα κυλινδρικό δοχείο που εκτονώνεται με τη μετακίνηση ενός εμβόλου και η θερμοκρασία του παραμένει σταθερή με την παροχή θερμότητας από μία θερμοστατικά ελεγχόμενη πηγή κατά τη διάρκεια της ε. Αν μία διεργασία γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μη ρέει θερμότητα προς ή από το σύστημα λέγεται αδιαβατική. Ένα αέριο που εκτονώνεται αδιαβατικά παράγει εξωτερικό έργο και η εσωτερική του ενέργεια μειώνεται (η διεργασία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να φτάσουμε σε χαμηλές θερμοκρασίες). Παραδείγματα αδιαβατικών διεργασιών είναι η ε. του ατμού στον κύλινδρο μίας ατμομηχανής, η ε. των θερμών αερίων σε μία μηχανή εσωτερικής καύσης κ.ά. Οι διαδικασίες αυτές γίνονται αρκετά γρήγορα ώστε μόνο ένα μικρό ποσό θερμότητας μπορεί να μπει ή να βγει από το σύστημα μέσα από τα τοιχώματά του. Μία διεργασία με μεγάλο θεωρητικό ενδιαφέρον είναι η ελεύθερη ε., που είναι μία αδιαβατική διεργασία κατά την οποία δεν παράγεται έργο ούτε από αλλά ούτε πάνω στο σύστημα. Η ελεύθερη ε. είναι ένα παράδειγμα μη αντιστρεπτής διεργασίας.
* * *η1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτονώνω, ξετέντωμα, χαλάρωση τής εντάσεως2. (μηχαν.) η κατάπτωση της πιέσεως που ασκούν τα αέρια, που επιτυγχάνεται με την αύξηση τού όγκου τους, αλλιώς αποτόνωση3. φυσ. «εκτόνωση αερίου» — η αύξηση τού όγκου τού αερίου είτε με αύξηση τής θερμοκρασίας είτε με ελάττωση τής πιέσεως.
Dictionary of Greek. 2013.